ἡ, (ἐγγύη)
A surety, bail, Sch.Th.3.70.
[Seite 617] ἡ, Bürgschaft, Schol. Thuc. 3, 70.
διεγγύα: ἡ, (ἐγγύη) ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Σχόλ. Θουκ. 3. 70.
-ας, ἡ fianza, garantía τῶν προξένων Sch.Th.3.70.
διεγγύα, η (Α) εγγύαεγγύηση, ασφάλεια.