εἴρερος

Revision as of 18:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ὁ,

   A bondage, slavery, εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰσανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρερος: ὁ, δουλεία, αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. εἴρω)· τῶν ἅπαξ εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
captivité.
Étymologie: εἴρω¹ avec redoubl.

English (Autenrieth)

(root σερ, cf. servus): bondage, Od. 8.529.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ esclavitud, cautiverio εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529.

• Etimología: Dud.; quizá rel. arm. gerem ‘hacer prisionero’, a partir de *Ϝερϝερον.

Greek Monolingual

εἴρερος, ο (Α)
δουλεία, αιχμαλωσία.

Greek Monotonic

εἴρερος: ὁ (εἴρω), δουλεία, σκλαβιά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἴρερος: ὁ плен, рабство Hom.

Middle Liddell

εἴρω
bondage, slavery, Od.