(σπάω)
A draw, suck, Hsch.
[Seite 918] ziehen, saugen, comic. bei Hesych.
σπατίζω: μέλλ. -ίσω, (σπάω) μυζῶ, «βυζαίνω», Ἡσύχ.
Α σπάτοςμυζώ, βυζαίνω.