σπάτος
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, hide, leather, Boeot. word ap. Sch.Ar.Pax 48.
German (Pape)
[Seite 918] τό, Fell, böotisch, Hesych. Vgl. νεοσπάτωτος u. σπάτειος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάτος: (ᾰ), τό, δέρμα, βύρσα, Βοιωτικὴ λέξις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 48, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(βοιωτ. τ.) δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπατ-, σπάνια μορφή του θ. του σπάω / σπῶ με οδοντικό χαρακτήρα -τ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ν.
Meaning: hide, leather (Hdn Gr. 1, 322).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The word would be Boeotian. No etym.
See also: s. σπάω