τελμίς

Revision as of 23:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ῖνος, ὁ,

   A = τέλμα 11 1, mud, slime, ls. ap. EM751.24: pl., Procop.Goth.4.26.

German (Pape)

[Seite 1088] ῖνος, ὁ, wie τέλμα, Moder, Schlamm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τελμίς: -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ τέλμα ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «τελμίς· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλὺς» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. τέλμα.

Greek Monolingual

-ῑνος, ὁ, Α
1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς
ἡ ἐν τοῑς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τέλμα, με επίθημα -ίς, -ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, -ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ. και ῥῆγμα: ῥηγμίς)].