ἀγλαϊσμός
English (LSJ)
ὁ,
A adorning, ornament, ῥημάτων Pl.Ax.369d.
German (Pape)
[Seite 16] ὁ, Schmuck, ῥημάτων Aesch. Soer. Dial. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαϊσμός: ὁ, κόσμημα, λαμπρότης, καλλωπισμός, ῥημάτων, Πλάτ. Ἀλ. 369D.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 adorno ῥημάτων Pl.Ax.369d, πτερὸν ἀγλαϊσμοῦ περιφύεται de un ave, Sm.Ib.39.13a.
2 fiesta, alegría ἐλαίῳ ἀγλαισμοῦ (ungir) con aceite de alegría (cf. ἀγαλλίασις) Sm.Ps.44.9a.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαϊσμός: ὁ украшение: ῥημάτων ἀ. Plat. словесные прикрасы.