ατος, τό,
A prop, stay, Hsch.
ἀπέρεισμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπόσκημμα.
-ματος, τό apoyo Hsch.s.u. ἀπόσκημμα.