ἀνοίδησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A swelling, intumescence, τῶν μαστῶν Arist.HA574b16, al.; θαλάσσης Id.Mu.399a27 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίδησις: -εως, ἡ, ἡ οἴδησις, ἐξόγκωσις, τῶν μαστῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 20, 7, καὶ ἀλλαχοῦ· θαλάσσης ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 6. 21
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
hinchazón τῶν μαστῶν Arist.HA 574b16
•subida del mar, Arist.Mu.399a27.
Greek Monolingual
η (Α ἀνοίδησις) ανοιδώ
πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης»
Αριστοτέλης).
Russian (Dvoretsky)
ἀνοίδησις: εως ἡ
1) вздувание, раздутие (ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.);
2) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
3) подъем (θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.).