σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
το, Ν φουσκώνω1. διόγκωση, εξόγκωση2. διάταση, διεύρυνση3. εξοίδηση, οίδημα, πρήξιμο4. δυσφορία που προέρχεται από στομαχική διαταραχή ή από δύσπνοια5. κόρδωμα, έπαρση.