ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
το, Ν φουσκώνω1. διόγκωση, εξόγκωση2. διάταση, διεύρυνση3. εξοίδηση, οίδημα, πρήξιμο4. δυσφορία που προέρχεται από στομαχική διαταραχή ή από δύσπνοια5. κόρδωμα, έπαρση.