ἀναπλήρωσις

Revision as of 11:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A filling up, means of filling up, τῆς ἐνδείας Arist.EN1118b18; τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18; τῶν κενουμένων τάξεων Ph.2.382.    2 satisfying, τῆς ἐπιθυμίας Arist. Pol.1267b4; satisfaction of the wants and appetites, Id.EN1173b8.    3 restoration, τῆς κατὰ τὴν φύσιν αὐταρκείας Id.Pol.1257a30, cf. Plu.Demetr.45.    4 fulfilment, τοῦ ῥήματος τοῦ Κυρίου LXX 1 Es.1.54.    II (from Pass.) becoming full, overflowing, of the Nile, Thales ap.Ath.Epit.ad fin. lib. ii (vol. i p.278 Schw.).

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, das Ausfüllen, Ergänzen, Arist. Nic. Eth. 10, 3, 6; Befriedigung des Zornes, ὀργῆς Plut. Arat. 45 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλήρωσις: -εως, ἡ, συμπλήρωσις, μέσον συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, ἐκπλήρωσις, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) ἀποκατάστασις, ἀνάκτησις, τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, Θαλῆς παρ’ Ἀθην. 2. 87.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de remplir, de combler (un vide, une lacune, etc.);
2 accomplissement, satisfaction (d’un besoin, d’un désir).
Étymologie: ἀναπληρόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1desbordamiento, crecidadel Nilo, Thales en Ath.Epit.ad.fin.lib.II (vol.I, p.278 Schw.).
2 culminaciónde una fortuna, Plu.Demetr.45
acción de completar τῆς ἐνδείας Arist.EN 1118b18, τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18, cf. Placit.4.9.15 (= Emp.A 95), Plu.2.687e, POxy.2724.14
complemento τῶν μηχανικῶν ὀργάνων POxy.137.20 (VI d.C.).
3 satisfacción τῆς ἐπιθυμίας Arist.Pol.1267b4, cf. EN 1173b8
satisfacción, pago εἰς ἀναπλήρωσιν χαλκοῦ ταλάντου αʹ PTeb.112.82 (II d.C.), cf. Ostr.1.66, n.1, τ[ὸ] δ' εἰ[ς ἀ] ναπλήρωσιν, τὸ δ' ε[ἰς] θησαυρισμὸν μερίζειν Phld.Oec.p.71.
4 fig. cumplimiento τοῦ ῥήματος LXX 1Es.1.54.
II 1acción de volver a completar τῶν κενουμένων τάξεων Ph.2.382.
2 restauración τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας Arist.Pol.1257a30, cf. Plb.5.93.6.
3 gram. complementación εἰς ἀναπλήρωσιν τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18.

Greek Monotonic

ἀναπλήρωσις: -εως, ἡ, συμπλήρωση, γέμισμα, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλήρωσις: εως ἡ
1) пополнение, восполнение (τῆς ἐνδείας Arst.);
2) удовлетворение (τῆς ἐπιθυμίας Arst.; τῆς ὀργῆς Plut.).

Middle Liddell

[from ἀναπληρόω
a filling up, Arist., Plut.