εἰδή

Revision as of 13:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A if indeed, S.Tr.27; if that is to say, Pl.Smp.218e, Arist.Rh. 1370a30; εἰ δὴ… γε Pl.Tht.166c, etc.

Greek Monolingual

η
1. η όψη του προσώπου, η έκφραση, φυσιογνωμία
2. (για τόπους) η εξωτερική διαμόρφωση, χαρακτηριστική μορφή.