εὐκατάφορος

Revision as of 14:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.

Greek Monolingual

εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάφορος: наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).