εὔπταιστος

Revision as of 14:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A easily stumbling: metaph., unreliable, of words as compared with facts, Hp.Praec.2.

German (Pape)

[Seite 1091] leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπταιστος: -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, ἀσταθής, σφαλερός, Ἰππ. 26. 19.

Greek Monolingual

εὔπταιστος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάλλει εύκολα
2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)].