Ληναγέτας

Revision as of 14:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ὁ, (Λῆναι)

   A leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).

Greek Monolingual

Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].