θυήλημα

Revision as of 14:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sacrificial offering, Thphr.Char.10.13:—Ion. θυαλήματα SIG57.38 (Milet., v B.C.); cf. θύλημα.

German (Pape)

[Seite 1222] τό, bei Theophr. f. L. für θύλημα.

Greek (Liddell-Scott)

θυήλημα: ἴδε θύλημα.

Greek Monolingual

θυήλημα και ιων. τ. θυάλημα, και διάφ. τ. θύλημα, τὸ (Α) θυηλούμαι
ιερή προσφορά, θυσία.