θύλημα
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is offered, sacrificial offering: mostly in plural, θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.Pax 1040, Thphr.Fr.97.3, Pherecr.23.6, Telecl.33, Porph.Abst.2.6, 29; cf. θυάλημα, θυήλημα. (Cf. θύος, θύω (A), Lett. dūlēt 'smoke (bees)', Lat. fuligo.) [ῡ, Pherecr. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
θύλημα: τό, τὸ προσφερόμενον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θυλήματα, πλακούντια, θυμίαμα, κτλ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1040, Φερεκρ. ἐν Αὐτομ. 1. 5, Τηλεκλείδ. ἐν Στερρ. 1, Θεόφρ. Χαρ. 10 (ἔνθα θυηλήματα). ῡ, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
θύλημα και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία
2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα
το θυμίαμα, τα πλακούντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του θυήλημα < θυηλούμαι].
Greek Monotonic
θύλημα: -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται· κυρίως στον πληθ., θυλήματα, κρούστα ή λιβάνι, κ.λπ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θύλημα, ατος, τό, [from θυλέομαι
that which is offered; mostly in plural θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.