θύλημα

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡ́λημα Medium diacritics: θύλημα Low diacritics: θύλημα Capitals: ΘΥΛΗΜΑ
Transliteration A: thýlēma Transliteration B: thylēma Transliteration C: thylima Beta Code: qu/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is offered, sacrificial offering: mostly in plural, θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.Pax 1040, Thphr.Fr.97.3, Pherecr.23.6, Telecl.33, Porph.Abst.2.6, 29; cf. θυάλημα, θυήλημα. (Cf. θύος, θύω (A), Lett. dūlēt 'smoke (bees)', Lat. fuligo.) [ῡ, Pherecr. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

θύλημα: τό, τὸ προσφερόμενον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θυλήματα, πλακούντια, θυμίαμα, κτλ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1040, Φερεκρ. ἐν Αὐτομ. 1. 5, Τηλεκλείδ. ἐν Στερρ. 1, Θεόφρ. Χαρ. 10 (ἔνθα θυηλήματα). ῡ, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

θύλημα και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία
2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα
το θυμίαμα, τα πλακούντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του θυήλημα < θυηλούμαι].

Greek Monotonic

θύλημα: -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται· κυρίως στον πληθ., θυλήματα, κρούστα ή λιβάνι, κ.λπ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θύλημα, ατος, τό, [from θυλέομαι
that which is offered; mostly in plural θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.