αἱμοβαφής

Revision as of 14:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

-ές,

   A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.

Spanish (DGE)

(αἱμοβᾰφής) -ές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
neutr. subst. Eust.1895.34.

Greek Monotonic

αἱμοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).

Middle Liddell

βάπτω
bathed in blood, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμοβαφής -ές αἷμα, βάπτω in bloed gedoopt.