βρωτός

Revision as of 14:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be eaten, Archestr.Fr.28; φάρμακον, opp. ποτόν, Porph.Abst.1.27.    II βρωτόν, τό (τὸν β. Bull.Soc.Alex.6.45), meat, opp. ποτόν, X.Mem.2.1.1; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110, cf. LXX 1 Es.5.54, Aristeas 128, PSI1.64.21 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 467] eßbar, καὶ ποτός Eur. Suppl. 1110; Xen Mem. 2, 1, 1; καὶ ποτά 4, 2, 31; Archestr. Ath. VII 321 e.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ βιβρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, φαγητόν· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mangeable ; τὸ βρωτόν XÉN nourriture solide.
Étymologie: adj. verb. de βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 masticablede medicamentos op. ποτόν Porph.Abst.1.27
subst. medicamento sólido μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασιν odio a quienes quieren alargar su vida con medicamentos sólidos, pócimas y hechizos E.Supp.1110, cf. LXX 1Es.5.53, PSI 64.21 (I a.C.).
2 comestible θνησειδίαι Pythag.B 1a, σάλπη Archestr.SHell.159
subst. τό β. alimento sólido, comida Archestr.SHell.133
op. ποτόν: ἐγκράτεια πρὸς ἐπιθυμίαν βρωτοῦ καὶ ποτοῦ X.Mem.2.1.1
en plu. ἔνια ... τῶν βρωτῶν οὕτως ἕψεται Thphr.Ign.43
op. ποτά Hp.Epid.6.4.7, Gal.17(2).137, 138, 292, cf. Aristeas 128, LXX Ib.33.20, Phld.Mus.4.18.26
plu. βρωτά animales destinados a ser comidos, PK 2 (p.14.20).

Greek Monolingual

βρωτός, -ή, -όν (Α)
1. φαγώσιμος
2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά- «καταβροχθισμένος»].

Greek Monotonic

βρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του βι-βρώσκω, αυτός που μπορεί να φαγωθεί· βρωτόν, τό, το κρέας, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

verb. adj. of βιβρώσκω,]
to be eaten:— βρωτόν, meat, Eur., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτός -ή -όν βιβρώσκω eetbaar; subst. n. τὸ βρωτόν voedsel, eten.