δύσχορτος

Revision as of 15:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with little grass or food, δ. οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.

Spanish (DGE)

-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.

Greek Monolingual

δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.

Greek Monotonic

δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσχορτος: не имеющий пищи, т. е. негостеприимный (οἶκοι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσχορτος -ον [δυσ-, χόρτος] met weinig grasland, met barre gronden.

Middle Liddell

δύσ-χορτος, ον
with little grass, ill off for food, Eur.