εὐίατος

Revision as of 15:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι)

   A easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].

Greek Monotonic

εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐίᾱτος: (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.).

Middle Liddell

εὐ-ίᾱτος, ον ἰάομαι
easy to heal, Xen.