διαχόω

Revision as of 16:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97.    2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.

German (Pape)

[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
inf. prés. διαχοῦν;
construire une jetée.
Étymologie: διά, χόω.

Spanish (DGE)

1 represar, obstruir con un dique τὸ στόμα τοῦ κόλπου Str.7.4.7, (πορθμόν) Str.9.1.13, las brechas abiertas en los diques PCair.Zen.788.1 (III a.C.).
2 construir, excavar de parte a parte χῶμα una escollera Hdt.8.97
hacer un dique transversal (cf. διάχωμα 1) en un canal de irrigación PRyl.561.7 (III a.C.).

Greek Monotonic

διαχόω: αρχ. τύπος του διαχώννυμι, διαχοῦν τὸ χῶμα, ολοκληρώνουν το ανάχωμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαχόω: насыпать, проводить, строить (χῶμα ἐς Σαλαμῖνα Her.).

Middle Liddell

[old form for διαχώννυμι
διαχοῦν τὸ χῶμα to complete the mound, Hdt., διαχώννυμι later in Strab.