κατωχάνης

Revision as of 16:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A handle or holder of a borer, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, = ὁ κάτοχος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατωχάνης: -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατωχάνης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η λαβή του τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].