κατωχάνης

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωχάνης Medium diacritics: κατωχάνης Low diacritics: κατωχάνης Capitals: ΚΑΤΩΧΑΝΗΣ
Transliteration A: katōchánēs Transliteration B: katōchanēs Transliteration C: katochanis Beta Code: katwxa/nhs

English (LSJ)

κατωχάνου, ὁ, handle or holder of a borer, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, = ὁ κάτοχος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατωχάνης: -ου, ὁ, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατωχάνης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η λαβή του τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].