ὀχάνη

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχᾰ́νη Medium diacritics: ὀχάνη Low diacritics: οχάνη Capitals: ΟΧΑΝΗ
Transliteration A: ochánē Transliteration B: ochanē Transliteration C: ochani Beta Code: o)xa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, ὄχανον Plu.Cleom.11.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, = Folgdm, Plut. Cleom. 11, τὴν ἀσπίδα φορεῖν δι' ὀχάνης, μὴ διὰ πόρπακος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
courroie servant de poignée au bouclier.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχάνη: (ᾰ) ἡ Plut. = ὄχανον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχάνη: ἡ, = τῷ ἑπομένῳ, Πλουτ. Κλεομ. 11.

Greek Monolingual

ὀχάνη, ἡ (Α)
όχανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -άνη (πρβλ. χοάνη)].

Frisk Etymological English

ὄχανον, ὀχή etc.
See also: s. ἔχω.

Frisk Etymology German

ὀχάνη: ὄχανον, ὀχή usw.
{okhánē}
See also: s. ἔχω.
Page 2,455

Mantoulidis Etymological

(=λαβή ἀσπίδας). Ἀπό τό ἔχω.