ὀχάνη

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχᾰ́νη Medium diacritics: ὀχάνη Low diacritics: οχάνη Capitals: ΟΧΑΝΗ
Transliteration A: ochánē Transliteration B: ochanē Transliteration C: ochani Beta Code: o)xa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, ὄχανον Plu.Cleom.11.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, = Folgdm, Plut. Cleom. 11, τὴν ἀσπίδα φορεῖν δι' ὀχάνης, μὴ διὰ πόρπακος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
courroie servant de poignée au bouclier.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχάνη: (ᾰ) ἡ Plut. = ὄχανον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχάνη: ἡ, = τῷ ἑπομένῳ, Πλουτ. Κλεομ. 11.

Greek Monolingual

ὀχάνη, ἡ (Α)
όχανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -άνη (πρβλ. χοάνη)].

Frisk Etymological English

ὄχανον, ὀχή etc.
See also: s. ἔχω.

Frisk Etymology German

ὀχάνη: ὄχανον, ὀχή usw.
{okhánē}
See also: s. ἔχω.
Page 2,455

Mantoulidis Etymological

(=λαβή ἀσπίδας). Ἀπό τό ἔχω.