κρεοκοπέω

Revision as of 17:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A cut up like meat: hence, hack in pieces, κ. δυστήνων μέλη A.Pers.463; μέλη ξένων E.Cyc.359 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκοπέω: κόπτω εἰς τεμάχια τὰ κρέατα, κρεουργῶ, κρ. δυστήνων μέλη Αἰσχύλ. Πέρσ. 463· μέλη ξένων Εὐρ. Κύκλ. 359· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper de la chair ou de la viande en morceaux, dépecer.
Étymologie: κρεοκόπος.

Greek Monotonic

κρεοκοπέω: μέλ. -ήσω, κόβω σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken.

Russian (Dvoretsky)

κρεοκοπέω: досл. разрубать мясо, (вообще) рассекать (μέλη τινός Aesch., Eur.).

Middle Liddell

κρεοκοπέω, fut. -ήσω
to cut in pieces, Aesch., Eur. [from κρεοκόπος