κρεοκόπος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοκόπος Medium diacritics: κρεοκόπος Low diacritics: κρεοκόπος Capitals: ΚΡΕΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: kreokópos Transliteration B: kreokopos Transliteration C: kreokopos Beta Code: kreoko/pos

English (LSJ)

ὁ, cutter up of flesh, D.H.12.2.8 (pl.), Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui découpe de la viande.
Étymologie: κρέας, κόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκόπος: -ον, ὁ κατακόπτων τὸ κρέας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κρεοκόπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.

Greek Monotonic

κρεοκόπος: -ον (κόπ-τω), κόφτης κρέατος.

Middle Liddell

κρεο-κόπος, ον κόπτω
a cutter up of flesh.