μετεωροπόλος

Revision as of 17:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A busying oneself with high things, Ph. 1.588.

German (Pape)

[Seite 160] sich mit Untersuchung der überirdischen Dinge beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροπόλος: -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».

Greek Monolingual

μετεωροπόλος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντι-πόλος, νυκτι-πόλος.