προσιδρύω

Revision as of 18:16, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A place near, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.in Alc.p.138C.:— Med., found in addition or near to, IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18.    II Pass., to be installed in office, of a priestess, IG22.1346.19.

Greek (Liddell-Scott)

προσιδρύω: ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.

Greek Monolingual

Α
1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)
2. μέσ. προσιδρύομαι
θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)
3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.