σιτεύσιμος

Revision as of 19:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.