ἐπικαταπλάσσω

Revision as of 19:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A put on a plaster as well, Hp.Fract.25.

German (Pape)

[Seite 946] (s. πλάσσω), mit einem Pflaster belegen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἐπικαταπλάσσω (Α) επιθέτω επί πλέον έμπλαστρο, βάζω και κατάπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταπλάσσω «καλύπτω με κάτι»].