επιθέτω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι)
1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω
2. βάζω κάτι στην κορυφή
3. μέσ. επιτίθεμαι
εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου
νεοελλ.
μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον («επιτίθεται εναντίον της κυβερνήσεως»)
αρχ.-μσν.
επιβάλλω (ποινή) («χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν», Ησίοδ.)
αρχ.
1. (κυρ. για σφάγια ή άλλες προσφορές) τοποθετώ πάνω στον βωμό
2. προσηλώνω τον νου, στρέφω τον νου προς κάτι, βάζω στον νου κάποιου («τῇ δ’ ἄρ’ ἐπί φρεσὶ θῆκε θεά», Ομ. Οδ.)
3. βάζω κάτι μπροστά σε κάτι, βάζω πώμα, κάλυμμα («λίθον δ’ ἐπέθηκε θύρησιν», Ομ. Οδ.)
4. προσθέτω («κτήματα... πάντ’ ἐθέλω δόμεναι καὶ ἔτ’ οἴκοθεν ἄλλ’ ἐπιθεῖναι», Ομ. Ιλ.)
5. (για χρόνο) κάνω να έλθει μετά, επιφέρω, προκαλώ («ἀλλ’ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε», Ομ. Οδ.)
6. εφαρμόζω, τοποθετώ κάτι για να συμπληρωθεί ένα έργο («χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
7. προκαλώ τέλος, επιφέρω τέλος, τελειώνω («οὐδ’ αὖτε τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις», Ομ. Ιλ.)
8. επιστέλλω, στέλνω επιστολή («γράψας δέ ἐς Αἴγυπτον ἐπέθηκε», Ηρόδ.)
9. δίνω όνομα, ονομάζω («τὸ τοῦ ὅλου ἐπιτιθέντες ὄνομα», Πλάτ.)
10. συνεισφέρω, συμπράττω σε μια επιχείρηση
11. μέσ. βάζω επάνω μου, φορώ («κρατί δ’ ἐπ’ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο», Ομ. Ιλ.)
12. μέσ. τοποθετώ πάνω σε κάτι («πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε», Πλάτ.)
13. μέσ. επιδίδομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι («ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι», Ηρόδ.)
14. μέσ. (με απρμφ.) επιχειρώ («ἐπεθέμην γράφειν τὸν πρὸς σὲ λόγον», Ισοκρ.)
15. μέσ. επιτίθεμαι, εφορμώ ένοπλος εναντίον κάποιου ξαφνικά («εὐπετέως ἐπιθήσεαι Εὐβοίῃ», Ηρόδ.)
16. απόλ. κάνω επίθεση
17. μέσ. επιβάλλω («θάνατον ζημίαν ἐπέθεντο», Θουκ.)
18. μέσ. προστάζω, παραγγέλνω («τὸν ταῦτα ἐπιτιθέμενόν μοι», Ηρόδ.)
19. συνεισφέρω.