τειχοφύλαξ

Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A one that has the guard of the walls, Hdt.3.157, Plu.2.694c: pl., Polyaen.8.23.6, App.Mith.32.

German (Pape)

[Seite 1081] ακος, ὁ, der Mauerwächter, der die Wache über die Mauer und die Befestigungswerke hat, Her. 3, 157.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ τείχη, Ἡρόδ. 3. 157, Πλούτ. 2. 694C.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des fortifications.
Étymologie: τεῖχος, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
φρουρός τείχους
αρχ.
ως κύριο όν. Τειχοφύλαξ
τοπικός ήρωας της Κυρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + φύλαξ, -ακος].

Greek Monotonic

τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φρουρός τειχών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τειχοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ несущий охрану стен или укреплений, защитник крепости Her., Plut.

Middle Liddell

τειχο-φύ˘λαξ, ακος,
a guard of the walls, Hdt.