κακόσινος

Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A very harmful, in Sup. -ώτατος (v.l. -ώτερος) Hp.Fract.46.

German (Pape)

[Seite 1303] sehr schädlich, Hippocr.

Greek Monolingual

κακόσινος, -ον (Α)
πολύ επιβλαβής, βλαπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + σίνος «βλάβη, φθορά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόσινος -ον [κακός, σίνομαι] zeer schadelijk.