ὁ,
A weaver of καυνάκαι, PMasp.283ii17 (vi A.D.).
καυνακοπλόκος, ὁ (Α)αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχο-πλόκος.