καταρόω

Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A plough up, τὴν γῆν Ar.Av.582: fut. -αρόσω Jusj. ap. Poll.8.106: 2sg. aor. κατήροσας Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] (s. ἀρόω), beackern, bestellen, γῆν, Ar. Av. 582; vgl. Poll. 8, 106. Nach Hesych. auch übtr., = φυτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰρόω: ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ ὅρκος τῶν ἐφήβων, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 106 (Ἡσύχ.· καὶ μεταφορ., φυτεύω, γεννῶ).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
labourer entièrement.
Étymologie: κατά, ἀρόω.

Greek Monotonic

κατᾰρόω: μέλ. -όσω, οργώνω, τὴν γῆν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰρόω: вспахивать (τὴν γῆν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρόω beploegen.

Middle Liddell

fut. -όσω
to plough up, τὴν γῆν Ar.