κομπηγόρος

Revision as of 21:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A speaking boastfully, Hsch. s.v. ἀερολέσχης.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, Großsprecher, Hesych. v. ἀερολέσχης.

Greek (Liddell-Scott)

κομπηγόρος: -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κομπηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγόρος, δικ-ηγόρος].