κρανοκολάπτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A poisonous spider, Philum.Ven.15.1, Sch. Nic.Th.764.
German (Pape)
[Seite 1500] ὁ, eine giftige Art Phalangium, Schol. Nic. Th. 764.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱνοκολάπτης: -ου, ὁ, εἶδος δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως κεφαλοκρούστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764.
Greek Monolingual
κρανοκολάπτης, ὁ (Α)
είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»].