κρανοκολάπτης

Revision as of 21:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A poisonous spider, Philum.Ven.15.1, Sch. Nic.Th.764.

German (Pape)

[Seite 1500] ὁ, eine giftige Art Phalangium, Schol. Nic. Th. 764.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνοκολάπτης: -ου, ὁ, εἶδος δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως κεφαλοκρούστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764.

Greek Monolingual

κρανοκολάπτης, ὁ (Α)
είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»].