λυσίκακος

Revision as of 22:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A ending evil, ὕπνος Thgn.476.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.

Greek Monolingual

λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξί-κακος, αρχέ-κακος)].

Greek Monotonic

λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.

Middle Liddell

λῡσί-κᾰκος, ον κακόν
ending evil, Theogn.