μισογύναιος

Revision as of 22:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A hating women, Ph.2.312, Ptol. Tetr.159, Vett.Val.17.11, Alciphr.1.34: τὸ μ. Dam.Pr.388.

German (Pape)

[Seite 191] Weiber hassend, Alc. 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μισογύναιος: -ον, = μισογύνης, Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε μισογύνης.

Greek Monolingual

μισογύναιος, -ον (Α)
μισόγυνος
1. μισογύνης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον
το μίσος κατά τών γυναικών.