μισόγυνος
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
μισόγυνον, = μισογύναιος, title of play by Atilius, Cic. Tusc.4.11.25, cf. Theognost.Can.88.
German (Pape)
[Seite 191] dasselbe, Theogn. can. p. 88, 23.
Greek Monolingual
μισόγυνος, -ον (ΑΜ)
μισογύνης
(το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος
τίτλος θεατρικού έργου του Ρωμαίου Ατιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλόγυνος].