μισόγυνος

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόγῠνος Medium diacritics: μισόγυνος Low diacritics: μισόγυνος Capitals: ΜΙΣΟΓΥΝΟΣ
Transliteration A: misógynos Transliteration B: misogynos Transliteration C: misogynos Beta Code: miso/gunos

English (LSJ)

μισόγυνον, = μισογύναιος, title of play by Atilius, Cic. Tusc.4.11.25, cf. Theognost.Can.88.

German (Pape)

[Seite 191] dasselbe, Theogn. can. p. 88, 23.

Greek Monolingual

μισόγυνος, -ον (ΑΜ)
μισογύνης
(το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος
τίτλος θεατρικού έργου του Ρωμαίου Ατιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλόγυνος].