μισογύναιος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
[ῠ], ον<, hating women, Ph.2.312, Ptol. Tetr.159, Vett.Val.17.11, Alciphr.1.34: τὸ μ. Dam.Pr.388.
German (Pape)
[Seite 191] Weiber hassend, Alc. 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μισογύναιος: -ον, = μισογύνης, Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε μισογύνης.
Greek Monolingual
μισογύναιος, -ον (Α)
μισόγυνος
1. μισογύνης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον
το μίσος κατά τών γυναικών.