μισογύναιος

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσογύναιος Medium diacritics: μισογύναιος Low diacritics: μισογύναιος Capitals: ΜΙΣΟΓΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: misogýnaios Transliteration B: misogynaios Transliteration C: misogynaios Beta Code: misogu/naios

English (LSJ)

[ῠ], ον<, hating women, Ph.2.312, Ptol. Tetr.159, Vett.Val.17.11, Alciphr.1.34: τὸ μ. Dam.Pr.388.

German (Pape)

[Seite 191] Weiber hassend, Alc. 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μισογύναιος: -ον, = μισογύνης, Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε μισογύνης.

Greek Monolingual

μισογύναιος, -ον (Α)
μισόγυνος
1. μισογύνης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον
το μίσος κατά τών γυναικών.