μονόκοιτος

Revision as of 22:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A sleeping alone, Sch.Lyc.960.    II for one sleeper, κλινίδιον Hsch. s.v. σκιμπόδιον (-κοίτιον cod.).

German (Pape)

[Seite 203] allein schlafend, Schol. Lycophr. 958.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκοιτος: -ον, ὁ μόνος κοιμώμενος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 960, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κοιτος(< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. αγλαό-κοιτος].