παλινδαής

Revision as of 08:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (Δάω)

   A learnt again, Hsch.

German (Pape)

[Seite 450] ές, = παλίγγνωστος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδᾰής: -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, παλίγγνωστος, Ἡσύχιος.

Greek Monolingual

παλινδαής, -ές (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του αμάρτυρου δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].