προαπάντησις

Revision as of 09:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A meeting before, a Rhet. figure, Zonae.Fig.p.170S., Anon.Fig.p.187S.    II interposition, Gal.UP8.3.

German (Pape)

[Seite 707] ἡ, das Zuvor- oder Entgegenkommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαπάντησις: ἡ, ῥητορικὸν σχῆμα, «προαπάντησις γίνεται ὅταν δύο τινὰ θέντες πρὸς τὸ δεύτερον ἀπαντήσωμεν πρότερον, οἷον καλὸν παιδεία καὶ πλοῦτος, ἐφ’ ὅσον ὁ μὲν τὸ σῶμα κοσμεῖ, ἡ δὲ τὴν ψυχὴν καλλύνει» Ρήτορες (Walz) 8. 689, 712.

Greek Monolingual

-ήσεως, ή, Α προαπαντώ
1. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο από δύο ερωτήσεις δίνεται απάντηση πρώτα στη δεύτερη
2. παρέμβαση, παρεμβολή.

Russian (Dvoretsky)

προᾰπάντησις: εως ἡ рит. упреждение.