προαπαντώ
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
προαπαντῶ, -άω, ΝΑ
πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ
νεοελλ.
δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ
αρχ.
1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως
2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο
3. παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπαντῶ «συναντώ, αποκρίνομαι»].