προαπαντώ

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

προαπαντῶ, -άω, ΝΑ
πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ
νεοελλ.
δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ
αρχ.
1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως
2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο
3. παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπαντῶ «συναντώ, αποκρίνομαι»].