προεκφεύγω
English (LSJ)
A escape before, Plu.2.250e, D.C.Fr.78.3; ἐπὶ πλοίου Id.38.50.
German (Pape)
[Seite 719] (s. φεύγω), vorher daraus entfliehen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προεκφεύγω: ἐκφεύγω πρότερον, Πλούτ. 2. 250D. Δίων Κ. Exc. Pieresc. 83· τοῦ πλοίου Δίων Κ. 38. 50.
French (Bailly abrégé)
f. προεκφεύξομαι, ao.2 προεξέφυγον, etc.
s’enfuir auparavant de, gén..
Étymologie: πρό, ἐκφεύγω.
Greek Monolingual
Α ἐκφεύγω
ξεφεύγω, διαφεύγω προηγουμένως.
Russian (Dvoretsky)
προεκφεύγω: (aor. 2 προεξέφυγον) ранее убегать (εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.).