προοικονομία

Revision as of 09:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A prefatory summary, Hdn.Fig.p.103 S., Donat.ad Ter.Eun.719, Serv.ad Verg.A.1.226, al., Eust.16.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 737] ἡ, vorhergehende Einrichtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προοικονομία: ἡ, προτέρα διευθέτησις, προδιάθεσις, προοικονομία ἐστὶν ἡ τὰ μέλλοντα διατίθεσθαι προπαρασκευάζουσα λέξις Ρήτορες (Walz) 8. 608, Εὐστ. 16. 7.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ προοικονομῶ
η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια.