προσυποθήγω

Revision as of 09:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A whet upon, τινί τι Ael.NA9.16.

German (Pape)

[Seite 785] Etwas woran reiben, τινὶ καὶ παραψήχω Ael. H. A. 9, 16.

Greek (Liddell-Scott)

προσυποθήγω: ὑποθήγω, ἀκονῶ πρός τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 9. 16.

French (Bailly abrégé)

aiguiser contre, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ὑποθήγω.

Greek Monolingual

Α
ακονίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑποθήγω «οξύνω, ακονίζω»].