ὑποθήγω
From LSJ
English (LSJ)
whet, χαυλιόδοντας Ael.NA5.45; sharpen, make acute, ὄμμα τινί ib.9.16; stimulate, τινὰ μύωπι ib.5.39: metaph., ὑ. τὸν σῦν εἰς ἀνάστασιν provoke him to rise, ib.8.2:—Pass., ὑποθήγεσθαι ἐπὶ τὸν φόνον Id.Fr.81.
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig schärfen, – unvermerkt anreizen, anfeuern, Ael. N. A. 8, 2, öfter.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; exciter un peu ou par-dessous.
Étymologie: ὑπό, θήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθήγω: ἀκονῶ, ὀξύνω ὀλίγον· μεταφορ., ἐρεθίζω, προτρέπω, ὑπ. τὸν σῦν εἰς ἀνάστασιν, ἐξεγείρω, ἐρεθίζω αὐτὸν νὰ ἐγερθῇ, Αἰλ. π. Ζῴων 8. 2, πρβλ. 5. 39· Παθ., ὑποθήγεσθαι ἐπὶ τὸν φόνον ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ.· ἐν λ. ἀωρία.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. προτρέπω, παροτρύνω κάπως
αρχ.
ακονίζω, τροχίζω κάτι σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θήγω «ακονίζω, οξύνω»].