προσυπολογίζω

Revision as of 09:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A subtract besides, Ptol.Geog.1.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπολογίζω: ὑπολογίζω προσέτι, Πτολ.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπολογίζω
νεοελλ.
υπολογίζω επιπροσθέτως, συνυπολογίζω
αρχ.
αφαιρώ κάτι επί πλέον.